H Έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2021 επιχειρεί να αναδείξει τις σημαντικότερες τάσεις σε επίπεδο οικονομικού περιβάλλοντος, τις επιπτώσεις της πανδημίας σε όρους οικονομίας και μικρών επιχειρήσεων καθώς και τις δομικές αλλαγές που προκάλεσε η υγειονομικο-οικονομική κρίση στην ελληνική οικονομία».

Στο πρώτο μέρος επιχειρείται μια κατά το δυνατό αναλυτική και συστηματική αποτύπωση του ευρύτερου μακρο-οικονομικού περιβάλλοντος με την καταγραφή της πορείας σημαντικών οικονομικών μεγεθών.

Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται αρχικά το μικροοικονομικό περιβάλλον έχοντας ως πεδίο εστίασης τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης και των υφεσιακών της συνεπειών στην κλαδική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας με βάση τα διαρθρωτικά στοιχεία της επιχειρηματικής δραστηριότητα. Στη συνέχεια συστηματοποιούνται και συνοψίζονται τα ευρήματα των τακτικών Ερευνών Κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καθώς και έκτακτων ερευνών που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ειδικότερα, παρουσιάζονται τα ευρήματα εκείνα που προκύπτουν από τις Έρευνες Κλίματος και των έκτακτων ερευνών των δύο τελευταίων ετών αποτυπώνοντας τη δυσμενή πορεία βασικών δεικτών για τις μικρές επιχειρήσεις, όπως είναι ο κύκλος εργασιών, η ζήτηση, η ρευστότητα, η επενδυτική δραστηριότητα και η βιωσιμότητα.

Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται ο απολογισμός και δίνονται προτάσεις πολιτικής σε σχέση με την ενδυνάμωση του ρόλου των ΜμΕ και την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Η παρούσα μελέτη υλοποιήθηκε, σχεδιάστηκε και εκδόθηκε στο πλαίσιο του υποέργου 1 της πράξης «Παρεμβάσεις της ΓΣΕΒΕΕ για τη συστηματική παρακολούθηση και πρόγνωση αλλαγών του παραγωγικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» με κωδικό ΟΠΣ 5003864 που συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα & Καινοτομία 2014-2020»

Η πανδημία καθόρισε τις εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον το 2020, με τη βίαιη
αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας να οδηγεί σε μία πρωτόγνωρη ύφεση για τα
μεταπολεμικά δεδομένα. Η ύφεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ακραίας φτώχειας
σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι επεκτατικές οικονομικές πολιτικές οδήγησαν στην αύξηση του
χρέους. Με την επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας το 2021 έκανε την εμφάνισή του
έντονος ο πληθωρισμός, ο οποίος οφείλεται στις διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία στις
εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά και στην μεγάλη αύξηση των τιμών στην ενέργεια. Ο φόβος για
μελλοντικές πανδημίες και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δείχνουν ότι στο μέλλον η
παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει από αντίστοιχες κρίσεις προσφοράς.
Κατ΄ αντιστοιχία με τις παγκόσμιες εξελίξεις, το 2020 ήταν ένα έντονα υφεσιακό έτος για την
ελληνική οικονομία, με το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές να μειώνεται κατά 9,6%, σημειώνοντας τη
δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην ΕΕ μετά της Ισπανίας. Η ύφεση στην ελληνική οικονομία
κορυφώθηκε το 2ο τρίμηνο του 2020 και ενώ στις υπόλοιπες χώρες περιορίστηκε σημαντικά
κατά το 3ο και 4ο τρίμηνο, στην Ελλάδα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα.
Σε όρους παραγωγής, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά 8,4% δημιουργώντας
σημαντική πίεση στα φορολογικά έσοδα, ενώ σε όρους δαπάνης μεγαλύτερη μείωση
παρατηρήθηκε στην κατανάλωση των νοικοκυριών με μείωση 6,4%. Οι επενδύσεις με οριακή
μείωση 0,8% εξακολουθούν να είναι ο μεγάλος ασθενής, συνεχίζοντας τη συστηματική
αποεπένδυση που ξεκίνησε με την κρίση του 2008 και υπονομεύει τις αναπτυξιακές
προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Συνέπεια της αποεπένδυσης είναι η διαρκώς μειούμενη
παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία κλιμακώθηκε περαιτέρω λόγω της πανδημίας.
Μοναδικό θετικό στοιχείο αποτελεί η μερική αντιστάθμιση των απωλειών σε επενδύσεις από
την αύξηση που σημειώνεται στη δραστηριότητα του κατασκευαστικού κλάδου από το 2017.
Παρά τη συγκυρία της πανδημίας, η ανεργία ανήλθε στο 16,3% συνεχίζοντας την πορεία
συστηματικής μείωσής της που ξεκίνησε το 2016. Ως εκ τούτου, φαίνεται πως τα μέτρα που
έλαβε η κυβέρνηση για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας απέδωσαν σημαντικά.
Ως προς τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μετά από
τέσσερα χρόνια ισοσκελισμού, σημείωσε σημαντική επιδείνωση κυρίως λόγω της μείωση
των καθαρών εσόδων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, τα οποία παραδοσιακά μετρίαζαν τα
ελλείμματα.
Τα αποθέματα Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 15,7% μετά από μία
πολύ σημαντική ανάκαμψη που είχε συντελεστεί κατά την περίοδο 2015-2019, με το μερίδιο
της Ελλάδας ως δέκτη ΑΞΕ να μειώνεται τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
13 Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις
Ο φόβος για την έξαρση νέων πανδημιών στο μέλλον και η διαφαινόμενη επαναφορά
προστατευτικών πολιτικών ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μία αναδιάρθρωση των αλυσίδων
αξίας των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκό έδαφος. Εφόσον η Ελλάδα
καταφέρει να δημιουργήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, πιθανότατα να αυξήσει την
ελκυστικότητά της σε ξένες επενδύσεις και να γίνει σημαντικός περιφερειακός παίκτης.
Εστιάζοντας στις επιπτώσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα της οικονομίας παρατηρούμε
ότι, αν και υπήρξε μία σημαντική πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα κατά τη
διάρκεια της πανδημίας, αυτή οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν στο ότι τα μέτρα στήριξης των
επιχειρήσεων πέρασαν μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Υπάρχει μία σημαντική πρόοδος στην
αύξηση των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια, ωστόσο αυτή υπολείπεται
κατά πολύ των αναγκών ρευστότητας των επιχειρήσεων και των επιπέδων πιστώσεων προ
της χρηματοοικονομικής κρίσης. Διαπιστώνουμε, επίσης, μία αλλαγή στη διάρθρωση των
πιστώσεων σε σχέση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, με τα δάνεια προς τις
επιχειρήσεις να αυξάνονται έναντι των δανείων προς τα νοικοκυριά.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκε μία αύξηση των βραχυπρόθεσμων καταθέσεων
των νοικοκυριών, κάτι το οποίο φαίνεται να ακολουθεί τις τάσεις παγκόσμια. Αντίθετα, οι
προθεσμιακές καταθέσεις μειώνονται συστηματικά ως αποτέλεσμα των σχεδόν μηδενικών
επιτοκίων που έχει καθιερώσει η ΕΚΤ τα τελευταία χρόνια ως μέτρο εξόδου από την κρίση. Ως
αποτέλεσμα, το επίπεδο αυτό των επιτοκίων οδηγεί σε ένα ουσιαστικά μηδενικό διαφορικό
επιτόκιο μεταξύ βραχυπρόθεσμων και προθεσμιακών καταθέσεων αποθαρρύνοντας τους
καταθέσεων από την μακροχρόνια αποταμίευση.
Κατά τη διάρκεια του 2020, σημειώθηκε αποπληθωρισμός στην ελληνική οικονομία, ο οποίος
κυμάνθηκε μεσοσταθμικά στο -1,2% κυρίως λόγω της πτώσης της ζήτησης στα καύσιμα, στα
βιομηχανικά αγαθά και στον τουρισμό. Από το 2021, εμφανίστηκε πληθωρισμός ο οποίος
πυροδοτείται από ένα συνονθύλευμα διεθνών συγκυριών. Κατά ένα μέρος, οφείλεται στην
αποδιοργάνωση των εφοδιαστικών αλυσίδων που οδηγούν στην αδυναμία της προσφοράς
να ανταποκριθεί άμεσα στην αύξηση της ζήτησης και σε συνδυασμό με την αύξηση των
ρευστών καταθέσεων οδήγησε σε πληθωριστικές πιέσεις μετά την επανέναρξη της οικονομικής
δραστηριότητας. Στο βαθμό που τα αίτια αυτά είναι παροδικά, το φαινόμενο δεν εμπνέει
μεγάλη ανησυχία μεσοπρόθεσμα. Από την άλλη μεριά, όμως, ο πληθωρισμός οφείλεται και
στην αύξηση των τιμών ενέργειας διεθνώς, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό για την Ελλάδα ενόψει
της επικείμενης απολιγνιτοποίησής της.
Το 2020, υπήρξε δημοσιονομικός εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας ως επακόλουθο των
μέτρων στήριξης που εφαρμόστηκαν και των μειωμένων φορολογικών εσόδων, με το έλλειμμα
της Γενικής Κυβέρνηση να φτάνει στο 9,73%, ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα στην ΕΕ.
Επακόλουθο της αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της μείωσης του ΑΕΠ ήταν η
εκτόξευση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο 205,6% το 2020. Η Ελλάδα σήμερα είναι
η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ΕΕ και η τέταρτη πιο υπερχρεωμένη χώρα στον πλανήτη.
Σύμφωνα με την έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της ΕΕ, το ελληνικό χρέος θα αποκλιμακωθεί
σταδιακά στο 169% του ΑΕΠ στα τέλη της δεκαετίας και κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2047.
Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021 14
Μέρος ΙΙ
Όσον αφορά στις εξελίξεις και τις αλλαγές που σημειώθηκαν σε κλαδικό επίπεδο στην
ελληνική οικονομία, στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, ιδιαίτερης σημασίας είναι η
διχοτόμηση που επήλθε μεταξύ εκείνων των επιχειρήσεων που έκλεισαν με κρατική εντολή,
αρχής γενομένης τον Μάρτιο του 2020, και όσων δεν έκλεισαν καθόλου, επειδή οι συναλλαγές
τους δεν προϋπέθεταν κοινωνική επαφή ή έστω εγγύτητα, π.χ. γεωργία, μεταποίηση,
κατασκευές, κ.ά.
Μεταξύ των τομέων και των επιχειρήσεων που επιβλήθηκε αναγκαστικό κλείσιμο, τα βάρη δεν
κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα. Σε 188.985 επιχειρήσεις που έκλεισαν τον Νοέμβριο του 2020, ο
τομέας με την υψηλότερη συμμετοχή αποδείχθηκε το χονδρικό και λιανικό εμπόριο.
Το πρώτο εξάμηνο του 2021, για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ο κύκλος εργασιών των
επιχειρήσεων παρουσίασε την εξής εικόνα: ήταν υψηλότερος μεν του κύκλου εργασιών του 1ου
εξαμήνου του 2020, αλλά υποδεέστερος του κύκλου εργασιών του τελευταίου, προ-κορωνοϊού
έτους, ήτοι του 2019.
Οι μεγάλοι χαμένοι του πρώτου, αυστηρού κύματος αναγκαστικού κλεισίματος το 2020, ήταν ο
κλάδος καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, που είδε τον κύκλο εργασιών του να μειώνεται
πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
Ο ετήσιος κύκλος εργασιών του κλάδου των καταλυμάτων, βάσει διοικητικών πηγών, το 2020
σε σύγκριση με το 2019 μειώθηκε κατά περισσότερο από 66%. Η μείωση που καταγράφηκε στον
κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης δεν ήταν τόσο σημαντική όσο ήταν
η μείωση στον κλάδο των καταλυμάτων.
Εντελώς ανεπηρέαστη από το πάγωμα των οικονομικών δραστηριοτήτων αποδείχτηκε το 2020
η οικοδομική δραστηριότητα, που συνέχισε στην τροχιά που ξεκίνησε το 2017 να μεγεθύνεται,
συμβάλλοντας έτσι στη συγκράτηση της ύφεσης.
Πέρα από κάθε πρόβλεψη κινήθηκε το 2021 ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία.
Τον Ιούλιο του 2021, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, παρουσίασε
αύξηση κατά 25,2% έναντι μείωσης 16,1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του
2020 με το 2019.
Εξετάζοντας τη δημογραφία των επιχειρήσεων, οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων (ενάρξεις
λειτουργίας) για το σύνολο της οικονομίας το 2ο τρίμηνο του 2021 ανήλθαν σε 26.370,
παρουσιάζοντας αύξηση 71% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2020.
Το 2020 και 2021, η απασχόληση μειώθηκε σε σχέση με τις επιδόσεις του 2019, προς
επιβεβαίωση μια ευρύτερης τάσης μετατροπής μεγάλων τμημάτων του εργατικού δυναμικού σε
ευάλωτα και ευέλικτα τμήματα της μισθωτής εργασίας. Το 3ο τρίμηνο (για το οποίο υπάρχουν
τα πιο πρόσφατα στοιχεία) έφτασε τα 3,97 εκ. άτομα. Ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή και
στον τριτογενή τομέα (και κατά συνέπεια στη συνολική απασχόληση) το 2ο τρίμηνο του 2021
υπερέβη το επίπεδο του 1ου τριμήνου του 2019, υποδηλώνοντας μια τάση αύξησης πάνω από
τα επίπεδα του 2019, η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα το τελευταίο τρίμηνο για το οποίο
υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ήταν υποδεέστερη του πρώτου τριμήνου. Φαίνεται, έτσι, ότι η
αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής και του αγροδιατροφικού τομέα δεν συμβαδίζει με την
ανάκαμψη της απασχόλησης σε αυτόν τον τομέα.
15 Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις
Αξιολογώντας τις τάσεις στην απασχόληση και δεδομένης της αυξημένης ευαλωτότητας
των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (λόγω του πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού,
της συρρίκνωσης της ζήτησης, κ.ά.), αν κάτι πρέπει να αποκλειστεί για το άμεσο και το
μακροπρόθεσμο μέλλον, είναι η επαναφορά στο καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Αντίθετα, σχέδια γενναίας αύξησης των δημόσιων επενδύσεων, που θα λαμβάνουν υπ’όψιν/
υπόψη τους την κοινωνική και περιβαλλοντική ισορροπία, αποδεικνύονται πιο ρεαλιστικά.
Με βάση τα στοιχεία των τακτικών ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ο δείκτης οικονομικού κλίματος
των ελληνικών ΜμΕ, μετά από τη συνεχή άνοδο που είχε σημειώσει από το 2016 έως το 2019,
υποχώρησε σοβαρά το 2020 και πολύ περισσότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η
ανάκαμψη που κατέγραψε το 1ο εξάμηνο του 2021, αν και σημαντική, δεν προσέγγισε τα προ
πανδημίας επίπεδα, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το 2020, σχεδόν οι μισές ΜμΕ δήλωσαν ετήσιο τζίρο κάτω από 50.000 €. Επιπλέον, σχεδόν
διπλασιάστηκαν οι ΜμΕ που το 2020 σε σύγκριση με το 2019 δήλωναν πως είχαν ζημιές, ενώ
υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη.
Σοβαρά προβλήματα ρευστότητας αντιμετώπισε ένα μεγάλος μέρος των μικρών και πολύ
μικρών επιχειρήσεων καθ’όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Το ποσοστό των επιχειρήσεων
με μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα εξελίχθηκε ως εξής: 14,8% τον Ιούνιο του 2021, 24,7% τον
Φεβρουάριο του 2021 και 21,4% τον Ιούλιο του 2021.
Οι επιστρεπτέες προκαταβολές θεωρήθηκαν από το μεγαλύτερο μέρος των μικρών και πολύ
μικρών επιχειρήσεων (37,8%) ως το σημαντικότερο μέτρο στήριξης, εύρημα που καταδεικνύει
πως το σοβαρότερο πρόβλημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις ήταν η
έλλειψη ρευστότητας. Αποτέλεσε, μάλιστα, και το μέτρο που αξιοποίησε η πλειονότητα
(63,7%) των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, προφανώς διότι δεν χορηγούνταν μέσω των
τραπεζών, ενώ τα κριτήρια για την χορήγηση της χρηματοδότησης βασίζονταν κυρίως στις
απώλειες που κατέγραψαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Γενικά, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έκαναν ευρεία χρήση των μέτρων στήριξης. Η
συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (83,8%) αξιοποίησε τουλάχιστον ένα από τα μέτρα
στήριξης, ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις (33%) αξιοποίησε τουλάχιστον τρία.
Τα χρέη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας,
ενώ ένα σημαντικό μέρος αυτών ήταν ήδη υπερχρεωμένο και πριν την εκδήλωσή της. Τα
μέτρα που ελήφθησαν συγκράτησαν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, ωστόσο, οι υπερχρεωμένες
επιχειρήσεις αυξήθηκαν.
Η παρατεταμένη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης συντέλεσε στο να διατηρηθούν σε υψηλά
επίπεδα τόσο ο δείκτης ανασφάλειας όσο και ο δείκτης βιωσιμότητας των ΜμΕ. Ωστόσο, οι
επιχειρήσεις που διέκοψαν τη δραστηριότητά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σύμφωνα
με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, ήταν μειωμένες σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο. Με άλλα
λόγια, φαίνεται ότι τα μέτρα στήριξης απέτρεψαν τα μαζικά λουκέτα κατά τη διάρκεια της
πανδημίας, όμως, καθώς η οικονομία επιστρέφει σε σχετικά ομαλές συνθήκες και τα μέτρα
προστασίας αποσύρονται, ο κίνδυνος διακοπής της δραστηριότητας των επιχειρήσεων που η
κατάστασή τους επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας παραμένει.
Επιπλέον, ο αριθμός των νέων συστάσεων επιχειρήσεων το 2020, αν και μειωμένος σε σύγκριση
με το 2019, ήταν υψηλότερος από τα έτη 2017 και 2018, ενώ το εννεάμηνο του 2021 κινήθηκε
Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021 16
σωρευτικά στο επίπεδο του 2019. Ωστόσο, δεν φαίνεται να συντελέστηκε κάποια σοβαρή
μεταβολή στη διάρθρωση των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο πληθωρισμός φαίνεται ήδη να μετακυλίεται στους καταναλωτές, αφού σχεδόν 1 στις 4
μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές τους το 1ο εξάμηνο του 2021. Επιπλέον,
περισσότερες από 1 στις 5 επιχειρήσεις εκτιμούσαν ότι θα αυξήσουν τις τιμές τους και το 2ο
εξάμηνο του 2021. Και τα δυο ποσοστά αποτελούν ρεκόρ για τις έρευνες κλίματος του ΙΜΕ
ΓΣΕΒΕΕ.
Όσον αφορά στην απασχόληση, φαίνεται ότι τα σχετικά μέτρα στήριξης εκπλήρωσαν το σκοπό
τους, δηλαδή τη συγκράτησή της.
Η κινητικότητα και η ευελιξία που χαρακτηρίζουν τα τελευταία χρόνια την αγορά εργασίας
παραμένουν. Περιορίστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά επανέρχονται στα προ
πανδημίας επίπεδα, καθώς η οικονομία επιστρέφει σε πιο ομαλές συνθήκες λειτουργίας.
Ωστόσο, η πανδημική κρίση φαίνεται πως προκάλεσε μια δομική αλλαγή στην αγορά εργασίας
με την καθιέρωση της τηλεργασίας σε ένα σημαντικό ποσοστό μικρών και πολύ μικρών
επιχειρήσεων.
Όσον αφορά στις αντιλήψεις σε σχέση με την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού,
φαίνεται να επικρατεί μία αισιοδοξία σε 7 στους 10 ερωτώμενους, ενώ οι θετικές απόψεις
σχετίζονται γραμμικά σχεδόν με το εκπαιδευτικό επίπεδο των επιχειρηματιών και το μέγεθος
των επιχειρήσεών τους. Αντίθετα, απαισιοδοξία φαίνεται να επικρατεί όσον αφορά στην
επίδραση του ψηφιακού μετασχηματισμού στις θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, η πανδημική κρίση δεν φαίνεται να επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των
μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Από τις επιχειρήσεις που έχουν ενσωματώσει κάποιου
είδους ψηφιακό σύστημα στη δραστηριότητά τους, μόλις το 11% την ανέπτυξε κατά τη διάρκεια
της πανδημίας.
Τέλος, διαπιστώνεται μια έντονη ψηφιακή υστέρηση για τις μισές σχεδόν μικρές και πολύ
μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν ενσωματώσει στη δραστηριότητά τους καμία μορφή
ψηφιακών συστημάτων.